- οξυλαβώ
- ὀξυλαβῶ, -έω (Α) [οξυλαβής]εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, ενεργώ γρήγορα, δραστήρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξυλαβία — ὀξυλαβία, ἡ (Α) [οξυλαβώ] η ταχύτητα στο να εκμεταλλεύεται κανείς τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται … Dictionary of Greek